βελτιώσεως

βελτιώσεως
βελτιώσεω̆ς , βελτίωσις
improvement
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνάτος — η, ο (Μ καλοσυνάτος) [καλοσύνη] 1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός») 2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως. επίρρ... καλοσυνάτα με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα… …   Dictionary of Greek

  • Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιόπουλος, Παναγιώτης — (; – περ. μετά το 1880). Ζακύνθιος δημοσιογράφος και πολιτικός, που γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στην πατρίδα του και μετά φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Όταν κυβερνήτης ήταν ο Καποδίστριας, προσλήφτηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”